- υδροφόριο
- το, Νβαρέλι κατάλληλο για την εναποθήκευση και τη μεταφορά νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδροφόρος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδροφόριον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.